Ξύπνησα και το φως του ήλιου χόρευε στα βλέφαρα. Και είδα το τζάμι θολό, τον δρόμο άσπρο, επιθετικά περιστέρια και κλειστοφοβικά σπιτάκια, αραιή κάπνα και δέντρα δίχως σάλεμα. Κατέβηκα την ξύλινη σκάλα και πήρα τον δρόμο για το σπίτι. Η γειτονιά με καθαρές λιτές γραμμές και μεγάλες λευκές πλάκες. Εδώ, κάποια Χριστούγεννα, είχα συναντήσει έναν γερο-κουτσό με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, μου είπε πως είχε φάει πάπια και έδειχνε ευτυχισμένος, με τέτοια φυσικότητα λες και η ευτυχία δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο ― μια φόρμουλα που πρέπει να παραμείνει ανομολόγητη και καλά κρυμμένη. Προσπέρασα το ψιλικατζίδικο που μένει πάντοτε ανοιχτό, διέσχισα τον δρόμο και να με μπροστά στην ασημένια αυλόπορτα.
Η γιαγιά είχε πεθάνει. Και το σπίτι της έστεκε όρθιο και νεκρικό. Ασφαλώς, σπίτια ερημώνουν κάθε μέρα. Και κόσμος πεθαίνει κάθε μέρα∙ όμως ο θάνατος της γιαγιάς είχε γίνει υπό ασυνήθιστες συνθήκες. Κανείς δεν είδε τη σορό. Και αυτό, επειδή η γιαγιά απεβίωσε εν μέσω πανδημίας. Ακόμη και την ημέρα της ταφής το φέρετρο έμεινε κλειστό. Αμφέβαλα εάν είχε πράγματι πεθάνει. Για την ιστορία, όμως, και την καλή πίστη στους γιατρούς, ας υποθέσουμε ότι η γιαγιά δεν ζει πλέον.
Τι μένει τότε; Μια έρημη κατοικία με αφρόντιστο κήπο Δεκέμβρη μήνα. Η μέρα που επισκέφτηκα το Βαρβάσι ήταν ψυχρή ─ μια σπιρτόζα ψύχρα που νιώθεις κυρίως στις νησιωτικές περιοχές που βρέχει το Αιγαίο. Η ανάμνηση όμως μ’ έκαιγε κι έτσι η παγωνιά δεν είχε επάνω μου εξουσία. Η κίνηση στη γειτονιά, αραιή. Στον δρόμο κανείς δεν με σταμάτησε. Πέντε χρόνια μετά, δεν γνωρίζεις κανέναν.
Τέτοιες μέρες οι γυναίκες του συνοικισμού άνοιγαν τα χειρόγραφα τετράδια συνταγών και ό,τι σήμερα μοιάζει εξεζητημένο το ’βρισκαν εκεί: στο προσφυγικό παρελθόν, στον κόσμο του μόχθου. Φοινίκια, κατιμέρια, μπακλαβούδες, μύριζαν τα σπίτια γαρύφαλλο. Από μακριά ακούγεται το ρολόι της Μητρόπολης. Βάρυνες σύννεφο ─ τέσσερις κι έχει σκοτεινιάσει. Ωχρά λαμπιόνια στο τζάμι ενός σπιτιού πιο πέρα. Δες τη τζαμόπορτα στο σπίτι μας ─ μια φευγαλέα λάμψη! Και έπειτα ξανά, ίσκιος πάνω στον ίσκιο. Πλησίασα. Και αν τα Χριστούγεννα ανοίγουνε καρδιές κι αν γίνομαι συνοδοιπόρος στο επέκεινα. Ξεμαντάλωσα την εξώπορτα και μπήκα.
Όλα πεντακάθαρα, τα χάλκινα σκεύη της παραταγμένα, το σερβάν στολισμένο με γιρλάντα και στην εστία μια κατσαρόλα που βρυχόταν. «Τι στέκεσαι στα σκοτεινά;». Νοστάλγησα το γκρίζο απαλό αυτό φως. Τράβηξα τα πατζούρια. Το τζάμι είχε θολώσει απ’ τους ατμούς της νοστιμιάς∙ κοίταξα έξω τον κήπο της παιδικής μου ηλικίας ─ μωβ πανσέδες και χρυσάνθεμα. «Το αλεξανδρινό που μου είχες φέρει κράτησε», είπε με ευχαρίστηση. Δεν μίλησα. Κοίταξα πίσω μου τον καναπέ όπου καθόταν συνήθως ο παππούς, με την εφημερίδα ανοιγμένη μπροστά του. Θυμάμαι να απλώνει κάθε λίγο το χέρι στο καλοριφέρ από δεξιά του. Κάθισα στο παλιό δωμάτιο με τις σενίλ κουρτίνες, τον ήλιο πάνω απ’ τις υδρορροές και τη βροχή πίσω απ’ την εκκλησία.
Βίαια τα Χριστούγεννα που ξεγίνεσαι ─ μία λαμπρή ήσυχη μέρα ενώ ανοίγεις δώρα. «Σαν σήμερα το βράδυ της παραμονής στ’ Αλάτσατα τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα». Τι σε ανακουφίζει όταν συντρίβεις επισκέπτες: θα μείνουμε μόνες αυτήν τη φορά ─ έτσι λέγαμε κι ας έμοιαζε αδύνατο. Και όμως, τα Χριστούγεννα σε πείσμα μου επαναλαμβάνονταν (και η ρουτίνα ήταν ανυποχώρητη κάθε φορά). Αυτό το απομεινάρι θα έπρεπε να το έχω πάρει μαζί: γεύμα στις δύο, μαυροδάφνη και μετά πίσω στη Χώρα με κίτρινο ουρανό. Ή μένω εκεί τη νύχτα και φεύγω την επόμενη ─ την ίδια ώρα, χωρίς γεύμα. Δεν είναι δα σπουδαία παράδοση. «Κάποια παιδιά», μου είπε, «στα κάλαντα κρατούσαν εκκλησούλες». «Τι εκκλησούλες;». «Χάρτινες. Μισοτσάκιζαν το χαρτί και μέσα έβαζαν κεράκι να φέγγει». Κοίταξα πάλι έξω. Τι όμορφα που ησυχάζει ο κισσός στον αχυρένιο τοίχο σπάζοντας τη χλωμάδα∙ και τα λουλούδια σκοτωμένο ροζ ή βαθύ πράσινο∙ και μετά ο περίπατος κατά μήκος των γειτονικών σπιτιών∙ και η εκκλησία, μία κόγχη όπου το παρελθόν μένει στάσιμο με το καμπαναριό της πάνω απ’ το βοτσαλάκι. «Ήρθες, ήρθες γιαγιά», με την ορμή της αγάπης που τα περιβάλλει όλα ─τη λεμονιά, τους πανσέδες, τον κισσό─ σε ευδαίμονα ακινησία.
«Την Πρωτοχρονιά, η γειτονιά φεγγοβολούσε. Οι γείτονες μέχρι το βράδυ μπαινόβγαιναν στα σπίτια να πουν “Καλήν εσπέραν άρχοντες”, να κεραστούν και να συνεχίσουν έως το πρωί».
Είναι περασμένες πέντε και ο κόσμος τραγουδάει ακόμη κάλαντα σε κατώφλια, σε ανοιχτές πόρτες, μέσα στο γλυκοσκόταδο. Βρίσκομαι στο σταυροδρόμι που οριοθετεί τον μικρόκοσμο του συνοικισμού με τη Χώρα. Κατεβαίνω προς στον Ποταμό, ακόμη ακούς τα κάλαντα. Φιγούρες πίσω από παράθυρα, κόκκινα και κίτρινα λαμπάκια, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι βαδίζει αργά στον αχνό φανοστάτη. Στα αριστερά, σκoτεινά χωράφια και πίσω καπνισμένο γυαλί ξεβράζεται η θάλασσα. Φεγγάρι δεν έχει απόψε, μα ο αέρας είναι απαλός και διακρίνεις τα δέντρα μια κορυφογραμμή στον δρόμο ─ σκούρες μορφές χωρίς λεπτομέρεια. Κανείς στον ουρανό δεν θα κοιμηθεί απόψε.
Κι έτσι κυκλοφορούν μέσα στα σπίτια ασκόπως, χαζεύοντας το δέντρο. Αυτό συμβαίνει κάθε χρονιά μετά το δείπνο ─ την πιο μαγική ώρα. Θες να μιλήσεις, να ακούσεις μουσική ─ μα παραμένεις βυθισμένος στην πολυθρόνα γιατί ποτέ δεν θα χάλαγες αυτή την ατμόσφαιρα με λόγια. Κι έτσι βγαίνεις λίγο στη βεράντα και περπατάς να ξεπιαστείς μέσα στην υγρασία και επιθεωρείς τη γη, κι έπειτα τα αστέρια που δεν βγήκαν να πλανηθούν φασματικά ανάμεσα στα σπίτια και οι στάλες που πέφτουν, μα δεν ξέρεις εάν είναι η βροχή ή η θάλασσα.

Αφήστε μια απάντηση