Για πολλά χρόνια, μέχρι τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, οι μαρξιστικές σπουδές ήταν «της μόδας»∙ είτε είχαν να κάνουν με την καθαυτό μαρξιστική θεωρία στους τομείς της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας και του κράτους, είτε με τη σύζευξη του μαρξισμού με την οικολογία, την ψυχανάλυση κ.λπ. Οι τελευταίες μάλιστα ήταν οι πιο «θορυβώδεις», αφού υπόσχονταν τρόπον τινά την αποδοχή μαρξιστικών εννοιών από την αστική διανόηση.
Η μετατροπή του μαρξισμού σε μια ακόμα ακαδημαϊκή διδασκαλία ήταν στα χρόνια της ακμής του μια ασφαλής μέθοδος λείανσης του επαναστατικού του περιεχομένου. Πράγματι, μια θεωρία που διδάσκεται «νόμιμα» στα πανεπιστημιακά έδρανα από ευυπόληπτους πανεπιστημιακούς καθηγητές πώς θα ήταν δυνατόν να αποτελεί απειλή για την κατεστημένη τάξη πραγμάτων;
Ο ίδιος ο Μαρξ ανέπτυξε τη δική του οικονομική θεωρία μέσα από την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτός είναι ο υπότιτλος του Κεφαλαίου του, αυτός είναι ο τίτλος του βιβλίου που εξέδωσε το 1859 και αποτέλεσε την «πρώτη γραφή» του πρώτου μέρους του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Η επιστημονική ευσυνειδησία που τον χαρακτήριζε είχε πείσει τον Μαρξ ότι οποιαδήποτε πρόοδος στη μελέτη των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από την κριτική επεξεργασία του έργου των κλασικών της πολιτικής οικονομίας. Ένας σπουδαίος στοχαστής του 20ού αιώνα, ο Έβαλντ Ιλιένκοφ (1924-1979) έλεγε ότι «ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για τη λύση οποιουδήποτε επιστημονικού προβλήματος είναι η ιστορική του αντιμετώπιση». Αυτή ακριβώς ήταν η οδηγητική αρχή του τιτάνιου έργου του Μαρξ (του τελευταίου κλασικού οικονομολόγου όπως τον χαρακτήρισαν) όσο αφορά την επεξεργασία του τεράστιου υλικού της κλασικής αστικής οικονομολογίας. Έτσι μετά την κριτική φιλοσοφία του Καντ (συγγραφέα των περίφημων τριών Κριτικών), η μέθοδος του Μαρξ (κριτική και ιστορική μαζί) αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών.
Το βιβλίο στο οποίο αναφερόμαστε το επανεξέδωσε μετά τον θάνατο του Μαρξ και του Ένγκελς ο Καρλ Κάουτσκι (1854-1938), που στάθηκε για αρκετά χρόνια θεματοφύλακας του «ορθόδοξου» μαρξισμού και έγραψε σημαντικά έργα που επηρέασαν μαρξιστές της νεότερης γενιάς (όπως παραδέχτηκε ο Λένιν). Ο Κάουτσκι στον πρόλογό του αφού εξαίρει τη σημασία του έργου αυτού του Μαρξ προσθέτει ότι στο τέλος του βιβλίου δημοσιεύει για πρώτη φορά την Εισαγωγή που είχε γράψει ο Μαρξ το 1857, αλλά δεν δημοσίευσε για να μην «προεξοφληθούν συμπεράσματα που έπρεπε να αποδειχτούν». Πρόκειται για ένα κείμενο ημιτελές μεν, αλλά που είναι γεμάτο με οξυδερκείς σκέψεις και μεθοδολογικές αρχές που καθόρισαν το έργο του Μαρξ. Η ελληνική έκδοση ανατυπώνει την παλιά μετάφραση των Δούμα και Πουλιόπουλου και έτσι ο αναγνώστης μπορεί να μελετήσει το έργο του Μαρξ μέσα από τη γλώσσα δύο σημαντικών ελλήνων μαρξιστών του μεσοπολέμου.
Έχουν περάσει 163 χρόνια από τότε που ο Μαρξ έγραψε την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Έκτοτε ο αγώνας για επιστημονική πρόοδο και κοινωνική χειραφέτηση συνεχίζεται, άρα η σημασία του έργου δεν είναι μόνο ιστορική αλλά (πρωτίστως) θεωρητικο-πολιτική και πρακτική.
Πληροφορίες: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας – Καρλ Μαρξ , μετάφραση Γ. Δούμα και Π. Πουλιόπουλου, εκδόσεις «ΝΕΟΙ ΣΤΟΧΟΙ», 368σ.
Αφήστε μια απάντηση