Μνήμη και χρόνος, δύο έννοιες ιδωμένες πότε πότε με χιούμορ και πότε με ειρωνική διάθεση και πότε με αυτοσαρκασμό, εντός του πλαισίου μικρών καθημερινών ιστοριών. Οι «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» αποτελούνται από μικρές ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που άλλοτε αντέχουν τον χρόνο που περνά, άλλοτε βρίσκουν καταφύγιο στις μνήμες τους με μια διάθεση νοσταλγίας.
Το βιβλίο – με το τόσο καλαίσθητο εξώφυλλο – κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2021 από τις εκδόσεις Κίχλη και το θέμα που πραγματεύεται η Μαρία Στασινοπούλου στις ιστορίες της, μοιάζει να μην εξαντλείται ποτέ, αφού πάντα θα υπάρχει μια νέα οπτική γύρω από αυτό.
Με αφορμή την ανάγνωσή του πήραμε συνέντευξη από τη Μαρία Στασινοπούλου.
Συνέντευξη στην Σέβη Σαλαγιάννη
–Κυρία Στασινοπούλου, το βιβλίο σας κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2021, ενώ υπάρχουν ιστορίες που σχετίζονται με την πανδημία. Η συγγραφή του έγινε κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας;
Κυρία Σαλαγιάννη, το σύνολο των μικρών πεζών που απαρτίζουν τις «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» δεν γράφτηκαν κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Είναι δουλειά πολλών χρόνων, έχουν περάσει από ποικίλες μορφές και έχουν υποβληθεί σε διαρκή βάσανο. Ελάχιστα είναι αυτά που αναφέρονται στην πανδημία.
– Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί το βιβλίο;
Αν εννοείται ως κυοφορία δεν μπορώ να υπολογίσω, γιατί είναι καρπός πολλών χρόνων, όπως σας είπα πριν. Ως τυποτεχνική διαδικασία, μέσα στις συνθήκες του εγκλεισμού, έναν περίπου χρόνο.
-Το «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» είναι ένα βιβλίο δεκάδων ιστοριών σε μικρή φόρμα. Γιατί δεν εστιάσατε σε μία ιστορία εξ αυτών αποτυπώνοντας τη με στοιχεία μυθιστορήματος;
Μιλάτε για μία άλλη διαδικασία και ένα άλλο βιβλίο. Η μικρή φόρμα είναι συνειδητή επιλογή. Το μυθιστόρημα απαιτεί ιδιότητες που δεν διαθέτω.

-Οι ιστορίες στο βιβλίο είναι ρεαλιστικές και οι χαρακτήρες οι άνθρωποι που συναντάμε στην καθημερινότητά μας. Αντλείτε συνειδητά υλικό από τα προσωπικά σας βιώματα ή αποτελούν όλες προϊόν φαντασίας;
Οι ιστορίες μου, όπως έχω ξαναπεί, είναι βιωματικές αλλά όχι βιωμένες. Είναι ιστορίες που μου έχουν αφηγηθεί άλλοι, που έχω διασταυρωθεί μαζί τους και τις έχω παρατηρήσει να συμβαίνουν, που έχω αλιεύσει από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας αλλά και που έχω ζήσει. Το πρωτογενές υλικό υφίσταται μακρά επεξεργασία και μπολιάζεται με αλλότρια στοιχεία που πρόθεση έχουν να απομακρύνουν τον ρεαλιστικό χαρακτήρα και να εμποδίσουν την ταύτιση με γνωστά πρόσωπα και καταστάσεις. Υπάρχει μυθοπλασία μόνον στο βαθμό που εξυπηρετεί την αληθοφάνεια.
-Αν σας ζητούσαμε να επιλέξετε μια ιστορία που ξεχωρίζετε περισσότερο, ποια θα ήταν αυτή;
Θα πω το κοινότοπο ότι είναι σαν να ρωτάτε έναν γονιό ποιο παιδί του ξεχωρίζει∙ ακόμη και αν συμβαίνει να έχει ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο, δεν θέλει να το παραδεχτεί. Παρ’ όλα αυτά, για εντελώς ειδικούς λόγους αγαπώ ιδιαίτερα το «Ποτέ πια η ζωή δεν θα είναι όπως πριν».
-Ο χρόνος αποτελεί τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο δομούνται οι ιστορίες σας. Ποια άλλα θέματα σας απασχολούν συγγραφικά;
Αυτά που απασχολούν τον άνθρωπο γενικά και τη λογοτεχνία ειδικότερα: ο έρωτας, ο θάνατος, η μνήμη, η μοναξιά, η ανημπόρια, η προδοσία, η φιλία, η διαφορετικότητα, η αναζήτηση ταυτότητας, η προσφυγιά, η ίδια η ζωή τελικά.
– Αρκετές από τις ιστορίες του βιβλίου έχουν χιουμοριστική διάθεση. Νιώθετε ότι αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το γεγονός ότι καταπιάνεστε κυρίως με ιστορίες γύρω από τον χρόνο, ένα ζήτημα κατεξοχήν υπαρξιακό;
Ο χρόνος, ως αέναη ροή, ως ηλικία, ως φθορά, ως ανημπόρια, είναι αμείλικτος και είναι το αμόνι πάνω στο οποίο δοκιμάζονται οι αντοχές μας. Το χιούμορ, σε οποιαδήποτε μορφή του – ειρωνεία, σαρκασμό, διακωμώδηση, φλέγμα – είναι ένας τρόπος για να αντέξεις στα δύσκολα και να αντιμετωπίσεις το υπαρξιακό κενό. Δεν νομίζω ότι κοντράρεται με τη σοβαρότητα του θέματος.
-Ως αναγνώστρια πώς ορίζετε ένα καλό βιβλίο;
Καλό βιβλίο για μένα είναι το καλογραμμένο γλωσσικά, αυτό που έχει ενδιαφέρον θέμα και σε συναρπάζει, πειστικούς χαρακτήρες, ανατροπές, πρωτότυπες ιδέες, που επιφυλάσσει εκπλήξεις, αυτό που σε αφορά σε κάποια ή σε όλα του τα σημεία. Αλλά και η γενικότερη τυπογραφική του καλαισθησία μπορεί να αποτελέσει δέλεαρ, τουλάχιστον στο να το προσέξω.
-Εργαζόσασταν ως δασκάλα, είστε συγγραφέας και επιμελήτρια βιβλίων και γράφετε κριτικές σε ΜΜΕ. Είστε πολυπράγμων άνθρωπος ή προκύπτουν όλα τα παραπάνω από την αγάπη σας για τη λογοτεχνία;
Η αγάπη για τη λογοτεχνία από τα πολύ μικρά μου χρόνια ήταν η προϋπόθεση για όλα αυτά. Ύστερα βοήθησαν οι συγκυρίες και οι κατά καιρούς συνθήκες μου. Από την άλλη, ως χαρακτήρας, δεν είμαι μονομερής και μου αρέσει να δοκιμάζομαι σε ποικίλα πεδία που έχουν όμως κάποια κοινή βάση.
– Ποιοι συγγραφείς θεωρείτε ότι σας επηρέασαν;
Είναι πάρα πολλοί. Ουσιαστικά είναι όλοι όσους έχω διαβάσει, για άλλο λόγο ο καθένας. Ειδικότερα όμως θα σταθώ στον Τολστόι και τον Τσέχωφ, στον Μπρεχτ και τον Μπέκετ, στον Ζάρκο Πετάν και τον Μπέρχαρντ, τον Μπόρχες και τον Μαρσέλ Σβομπ. Από τους ΄Ελληνες, θα έλεγα τον Βιζυηνό και τον Ροΐδη, τον Παπαδιαμάντη και τον Καραγάτση, τον Μάριο Χάκκα και τον Ιωάννου, τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο και τον Αργύρη Χιόνη.
-Ετοιμάζετε κάποιο άλλο βιβλίο αυτή την περίοδο;
Όταν έχεις την «πετριά» του γραψίματος δεν ησυχάζεις ποτέ, όλο και κάτι σκαρώνεις. Είναι όμως πολύ νωρίς να μιλάμε για καινούργιο βιβλίο.
-Για κλείσιμο θα θέλαμε να μας προτείνετε ένα ωραίο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα.
Ξαναδιάβασα, μετά από πολλά χρόνια το βιβλίο Επικίνδυνος οίκτος του Στέφαν Τσβάιχ, στην εξαιρετική μετάφραση της Μιμίκας Κρανάκη, και με γοήτευσε, για μία ακόμη φορά. Το είχα διαβάσει στα νιάτα μου στη μετάφραση του Π. Σπηλιωτόπουλου με τον τίτλο Επικίνδυνη συμπόνια.
-Ευχαριστούμε!
Και γω σας ευχαριστώ πολύ.
Αφήστε μια απάντηση