Λευκάδιος Χερν

Καϊντάν: Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων – Λευκάδιος Χερν

Ο Λευκάδιος Χερν συγκριτικά με άλλους λογοτέχνες του φασματικού, είναι δημοφιλής σε ένα μάλλον πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό.

Ο Λευκάδιος Χερν, κοσμοπολίτης περιηγητής και φάντασμα του πουθενά, έγραψε τις Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων προβάλλοντας στην παγκόσμια λογοτεχνία μια αισθητική κουρτίνα που όταν την τραβήξεις μεταφέρεσαι σε φασματικούς κόσμους όπου ιαπωνικές βεντάλιες εγκιβωτίζονται σε φτερά εντόμων, όπου στα ιαπωνικά νεκροταφεία οι ήρωες αναγεννώνται ως πεταλούδες και όπου οι βουδιστικές τελετές εξαγνίζουν τις ψυχές ανθρωποφάγων τεράτων.

Στο έργο του ο Χερν εξερευνά τον χώρο (ως περιθώριο) ανάμεσα στον κόσμο των ζώντων και των νεκρών πλασμάτων∙ στα σκοτεινά παραμύθια του Χερν, ο λεπτός αόρατος μανδύας της κελτικής παράδοσης διαρρηγνύεται και τα αλλόκοτα όντα ―που υπάρχουν και στην ιαπωνική παράδοση και λαογραφία― (καλικάτζαροι, νεράιδες, δαίμονες) αποικίζουν ό,τι αναγνωρίζουμε ως υπαρκτό, δημιουργώντας μια απόκοσμη φαντασμαγορία, οι επικράτειες της οποίας γοητεύουν κάθε αναγνώστη.

Ο Λευκάδιος Χερν συγκριτικά με άλλους λογοτέχνες του φασματικού, όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε και ο Λούις Στήβενσον, είναι δημοφιλής σε ένα μάλλον πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Ωστόσο, το κοινό που έχει ανοίξει τους ορίζοντές του και έχει απολαύσει το έργο του Χερν γίνεται μάρτυρας και μύστης του υπερφυσικού μοντερνισμού όσον αφορά στα μυστήρια της θρησκείας, της λαογραφίας και αυτού που κάποτε αποκαλούνταν «λαϊκή σοφία». Ο ελληνο-ιρλανδικής καταγωγής Χερν, μετανάστης του Νέου Κόσμου, που σε λιγότερο από μια δεκαετία μεταμορφώθηκε από διάσημος Αμερικανός συγγραφέας του fin-de-siècle σε λατρεμένο πνευματικό ίνδαλμα, Γιάκουμο Κοϊζουμι, ακολούθησε τη ρότα της Ιαπωνίας που την ίδια περίπου εποχή μετετράπη από χιλιάδων ετών φεουδαρχική κοινωνία σε ισχυρή βιομηχανική χώρα. «Θα ήθελα, όταν έρθει η ώρα μου, να με ενταφιάσουν σε κάποιο παμπάλαιο βουδιστικό νεκροταφείο, ώστε οι φασματικοί μου γείτονες να είναι αρχαίοι, και έτσι να αδιαφορούν για τη μόδα, τις αλλαγές και τον κατακερματισμό του Μέιζι που διαβρώνει την Ιαπωνική κουλτούρα», αναφέρει χαρακτηριστικά για την Ιαπωνία, στο διήγημά του. ─ Μέιζι είναι η εποχή στη διάρκεια της οποία γράφει ο Χερν αυτό το βιβλίο. Πρόκειται για εποχή που η Ιαπωνία επικεντρώνεται στον εκσυγχρονισμό.

Η ιστορία μπορεί και γίνεται μύθος. Και ο μύθος κατά την αφήγηση μπορεί και παίρνει σάρκα και οστά. Η ζωή του Λευκάδιου Χερν είναι ένα παραμύθι, μια Οδύσσεια που ζωντανεύει με τις αφηγήσεις, πρωτίστως τις δικές του, εν συνεχεία των προσώπων που συνάντησε στο διάβα του ως περιπλανώμενο φάντασμα του πουθενά. Ο Χερν κατά την πορεία της ζωής του μεταμορφωνόταν, ως μυθικό πρόσωπο, από έλληνας νησιώτης σε βρετανό φοιτητή, από πένητας στους δρόμους του Λονδίνου σε λαμπρό αμερικανό συντάκτη εφημερίδας, και, κυρίως, από άπατρι της Δύσης σε ιάπωνα πολίτη που αγαπήθηκε βαθιά. Τα τόσα του πρόσωπα οπωσδήποτε τον καθιστούν μυθικό πλάσμα. Ο βίος του, όπως τον παραθέτει ο ίδιος καθώς και οι μελετητές του έργου του, είναι επικαλυμμένος με έναν μανδύα μυστηρίου, επειδή αυτός μοιάζει με τις ιαπωνικές ιστορίες του Καϊντάν που φέρουν ένα μέρος αλήθειας εν τη γενέσει∙ για παράδειγμα στο διήγημα, Μιμινάσι Χόιτσι, πιθανόν ο Χόιτσι με την εκπληκτική φωνή που έπαιζε καταπληκτικά το μουσικό όργανο μπίβα να υπήρξε στα αλήθεια, εντούτοις μέσα από το μπόλιασμα της ιστορίας με τα πνεύματα των Χέικε των οποίων η αναπαράσταση, είναι τόσο ζωηρή και γητεύτρα, η αλήθεια διαφύγει, ή τουλάχιστον εμείς οι αναγνώστες την αφήνουμε να ξεχαστεί, διότι σημασία πλέον δεν έχει η αλήθεια αλλά ο μύθος που ξετυλίγεται ολοζώντανος.

***

Τα διηγήματα του Χερν είναι πολύ ιδιαίτερα∙ κρύβουν τόση μαγεία, ένταση και απλότητα ώστε απορροφούν τον αναγνώστη. Ωστόσο, αυτός ο εκπληκτικός, ευρηματικός, ευφυής λογοτέχνης παραμένει, τρόπον τινά, ασύλληπτος. Ο Χερν ουσιαστικά «προκαλεί» τους κριτικούς και μελετητές να ερμηνεύσουν το έργο και τη ζωή του, όμως, εν τέλει, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη που είναι καλόπιστα παραδομένος στη ροή του κάθε διηγήματος.

Η περιπέτεια του Χερν στον παγκόσμιο άτλαντα συνέβαλε δραματικά στην ανάπτυξη του συγγραφικού του ταλέντου μιας και τον σφυρηλάτησε ως παραμυθά και τον διαμόρφωσε ως ξένο που σαστίζει θαμπωμένος από τη ζωή των διάφορων κόσμων που επισκέπτεται, αφήνοντας πίσω του έναν πολυδιάστατο πολυπολιτισμικό μύθο.

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε το 1850 στη Λευκάδα∙ πατέρας του υπήρξε ο Τσαρλς Μπους Χερν, Ιρλανδός χειρούργος του βρετανικού στρατού, και μητέρα του η αριστοκρατικής καταγωγής, Ρόζα Κασιμάτη, η οποία γεννήθηκε στα Κύθηρα. Το νησί που ο Οβίδιος στην Ωδή στον έρωτα αναφέρει ως τόπο όπου η Σαπφώ πήδηξε στη θάλασσα για να αφαιρέσει τη ζωή της εξαιτίας ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, ήταν ο παράδεισος του μικρού Λευκάδιου, και ο τόπος από τον οποίο ξεριζώθηκε όταν ο πατέρας του έστειλε τον ίδιο και τη μητέρα του στο Δουβλίνο προκειμένου να ζήσουν με την οικογένεια του Τσαρλς Χερν. Από την Ιρλανδία, το θλιβερό νησί της Βόρειας Ευρώπης, ο Λευκάδιος ξεριζώνεται, αυτή τη φορά από τη μητέρα του. Ενώ ο πατέρας του βρισκόταν σε στρατιωτική αποστολή στις Δυτικές Ινδίες, η Ρόζα φεύγει από το Δουβλίνο με τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, πίσω στο «νησί της γιορτινής καρδιάς και της μυστικιστικής ευδαιμονίας», και η φροντίδα του Λευκάδιου ανατίθεται στη Σάρα Μπρέναν, αδελφή της μητέρας του Τσαρλς Χερν μιας (θα λέγαμε θρησκόληπτης) θείας η οποία πίστευε στο καθολικό δόγμα. Το 1863 ο Λευκάδιος φοιτά εσωτερικός στο κολέγιο Σεντ Κάθμπερτς στο Άσο, στην καθολική θεολογική σχολή. Παρακολουθεί με τρομερή δυσφορία τα μαθήματα του σχολείου και αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η χριστιανική εκπαίδευση συνίστατο σε «συμβατική βαρεμάρα και άθλια αυστηρότητα, δυσθυμία και ιησουητισμό με απώτερο σκοπό τη φριχτή στρέβλωση των παιδικών εγκεφάλων»[1].

Το 1866, ένα ατύχημα στην αυλή του σχολείου, τον αφήνει τυφλό από το ένα μάτι. Το 1867 ο πατέρας του Λευκάδιου ξαναπαντρεύεται και η θεία του χρεοκοπεί. Ο δεκαεφτάχρονος Λευκάδιος περιπλανιέται πένητας στους δρόμους του Λονδίνου. Την άνοιξη του 1869, η Σάρα αγοράζει στον Λευκάδιο ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Δίνει οδηγίες στον Χερν να πάει στο Σινσινάτι, να βρει μια οικογενειακή φίλη και τον σύζυγό της, ώστε να τον βοηθήσουν στα πρώτα του βήματα εκεί. Όταν τους συναντά αυτοί του δίνουν πέντε δολάρια και του εύχονται καλή τύχη.

 Ο εικοσάχρονος Λευκάδιος βρίσκεται ξανά, αδέκαρος να περιπλανιέται στους δρόμους. Έως τότε, εάν εξαιρέσουμε μερικές σχολικές ασκήσεις και ορισμένα μακάβρια ποιήματα που ενέπνευσε ο φόβος του για τα φαντάσματα, ο Λευκάδιος Χερν δεν είχε γράψει κάτι. Στο Σινσινάτι, ζούσε και πάλι ως περιθωριακός, μέχρι που, ως από μηχανής Θεός, ο τυπογράφος Χένρι Ουότκιν επέτρεψε στον νεαρό άστεγο να κοιμηθεί επάνω σε σωρούς από παλιές εφημερίδες στο κατάστημά του. Ο αναρχικός Ουότκιν, ενθάρρυνε τον νεαρό Χερν να διαβάζει ριζοσπαστικά κείμενα και λογοτεχνία του φανταστικού. Η ευφυής διάνοια του Χερν έκανε ένα άλμα: υπέστη ένα είδος ώσμωσης, λες και είχε απορροφήσει το πνεύμα της Αμερικής του δέκατου ένατου αιώνα από τις ίδιες τις εφημερίδες επάνω στις οποίες κοιμόταν. Αδέξια, και με την ενθάρρυνση του Ουότκιν, ξεκίνησε να γράφει.

Έστειλε μια ιστορία στην Enquirer, μια κίτρινη φυλλάδα η οποία δεν πήγαινε καθόλου καλά από εμπορικής άποψης. Η ιστορία του έγινε πρωτοσέλιδο. Ακολούθησαν και άλλες ιστορίες. Τα πρώτα κείμενα του νεαρού Χερν ήταν αιματοβαμμένα ρεπορτάζ εμποτισμένα με γοτθικό τρόμο. Σκανδάλισαν τους αναγνώστες της Enquirer και αύξησαν θεαματικά τις πωλήσεις της εφημερίδας που από παρολίγον χρεοκοπία, γνώρισε άνθιση. Τα υπερρεαλιστικά αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του Χερν ήταν μοναδικά κείμενα λογοτεχνικής αρτιότητας, όπου τα γεγονότα διαπότιζε η σαγήνη των ελληνικών μύθων και το μυστήριο των κέλτικων παραμυθιών.

Οι ιστορίες του Χερν είχαν κερδίσει πολλούς αναγνώστες∙ παρόλα αυτά το 1875 η εφημερίδα τον απέλυσε εξαιτίας της προσωπικής του ζωής. Ο Λευκάδιος είχε παντρευτεί την Αλίθια Φόλεϊ, εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, παραβιάζοντας τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας ─ κάτι που για την εποχή αποτελούσε σκάνδαλο. Ο Χερν κι η Φόλεϊ το 1877 παίρνουν διαζύγιο. Τότε ο Χερν φεύγει από το Σινσινάτι και εγκαθίσταται στη Νέα Ορλεάνη. Η Νέα Ορλεάνη ήταν μια πόλη που άνοιξε την αγκαλιά της στον Χερν. Από τις πρώτες του στήλες στις τοπικές εφημερίδες Daily City Item, Commercial και έπειτα στους Times Democrat μέχρι το μυθιστόρημά του Τσίτα, ο Χερν καθιερώθηκε ως σπουδαία λογοτεχνική προσωπικότητα της εποχής. Τα δοκίμια του για τους τοπικούς μύθους, τα άρθρα του για την ανώτερη τάξη και τη φτωχολογιά της Νέας Ορλεάνης καθώς και οι μεταφράσεις του από τα γαλλικά των Ζεράρ ντε Νερβάλ, Ανατόλ Φρανς και Πιέρ Λοτί διακτίνισαν τη φήμη του. Λογοτέχνες της Νέας Υόρκης, εκτίμησαν το συγγραφικό του ταλέντο, ξεκίνησε να συνεργάζεται για το Harper’s Weekly και εξέδωσε το πρώτο του έργο, Τσίτα, στον εκδοτικό οίκο Harper and Brothers.

Στην εισαγωγή του βιβλίου, Επιλεγόμενα του Λευκάδιου Χερν [The Selected Writings of Lafcadio Hearn], ο εκδότης Μάλκολμ Κόουλι μίλησε για τον Χερν επαινετικά αλλά και επικριτικά. Τα άρθρα του Χερν για τις εφημερίδες του Σινσινάτι και της Νέας Ορλεάνης τα έβρισκε γλαφυρά. Ο Κόουλι θεωρούσε ότι ο Χερν βρήκε τον λογοτεχνικό «εαυτό του» στην Ιαπωνία, και συγκεκριμένα στις ιστορίες που απαρτίζουν το Καϊντάν.

Ο Χερν επισκέφτηκε την Ιαπωνία ως ανταποκριτής του περιοδικού Harper’s Weekly. Τα χρήματα που του υποσχέθηκε αόριστα η εφημερίδα δεν ήρθαν ποτέ. Όμως, στην Ιαπωνία, ο Χερν βρήκε πατρίδα. Με τη βοήθεια του Άγγλου καθηγητή Μπάζιλ Χολ Τσάμπερλεν που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, ο Χερν αποκτά θέση καθηγητή στη Νομαρχιακή Σχολή του Σίμανε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας. Κατά τη διαμονή του εκεί παντρεύεται τη Σέτσουκο Κόιζουμι, κόρη σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Ο θάνατος και οι σκιές που στοίχειωναν τον Χερν σε όλη του τη ζωή, απέκτησαν νέα υπόσταση στην Ιαπωνία, όπου ο θάνατος και ο κόσμους του αόρατου συνυπήρξε με ό,τι ορίζουμε ως καθημερινή ζωή. Ο φασματικός κόσμος, η δράση των νεκρών, η επιρροή των νεκρών στους ζωντανούς, οι βουδιστικές διδασκαλίες για τον θάνατο, είναι παρόντα σχεδόν σε κάθε δοκίμιο του Χερν, και είναι εμφανή κυρίως στην απόδοση των παραμυθιών που συνθέτουν το Καϊντάν. Οι ιστορίες του Καϊντάν είναι οι λαϊκές ερμηνείες του λόγου των βουδιστών μοναχών και των λογίων. Περικλείουν τη γοητεία και το μυστήριο ενός κόσμου που δεν είναι δυνατόν να συλλάβεις, πόσο μάλλον να αδράξεις και που ωστόσο ο Χερν, σου επιτρέπει μία χαραμάδα ώστε να κρυφοκοιτάξεις μέσα του.

Ο Χερν μελέτησε και μετέφρασε ιαπωνική λαϊκή ποίηση, επίσης τον μάγεψαν τα ιαπωνικά έπη, και οι μύθοι που περιλαμβάνει το Καϊντάν άρχισαν να ξετυλίγονται. Στο Καϊντάν (έργο που εκδόθηκε το 1904, τη χρονιά του θανάτου του) ο Χερν αναπλάθει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία σπουδαία τερατώδη παραμύθια. Το τερατώδες, με το οποίο είχε εξοικειωθεί από την παιδική του ηλικία όταν διάβαζε ιρλανδικούς μύθους με τέρατα στο Δουβλίνο, αποτέλεσε άξονα για τα έργα του, όπως επίσης και βάση της λογοτεχνικής αισθητικής του. Και αυτή η αισθητική τον ακολούθησε όπου και αν περιπλανήθηκε ως κοσμοπολίτης νομάδας. Το Καϊντάν αποτελεί τρόπον τινά αυτοβιογραφία του «παιδιού Χερν» που αναζητούσε ξωτικά και νεράιδες στους λόφους της Ουαλίας για να οδηγηθεί στην Εντομολογία, στις μελέτες όπου εκφράζει σκέψεις και προβληματισμούς για τη μεταθανάτια ζωή: έναν τόπο όπου ο ίδιος ο Χερν είναι φάντασμα και τον στοιχειώνει ο θαυμαστός φωτεινός κόσμος[2].

Ό,τι μπορεί να ενθουσιάσει τον αναγνώστη που αναζητά τους ιαπωνικούς θρύλους, τις τελετουργίες και τις δοξασίες της Άπω Ανατολής, ─τη γοητεία που ασκούν οι θηλυκοί δαίμονες και οι δυνάμεις της φύσης που κυβερνούν το σύμπαν καθώς και οι πολλές μορφές θανάτου και μεταθανάτιας ζωής─ βρίσκεται στο Καϊντάν. Εδώ αποστάζονται οι προσπάθειες του Χερν να βρει τις μορφές που ταιριάζουν καλύτερα στις πολύπλευρες προσωπικότητές του: οι δικές του μάσκες βρίσκονται εδώ, είτε πεταμένες είτε στοιχειοθετημένες μα πάντοτε ολοζώντανες. Με το Καϊντάν ο Χερν κατόρθωσε να συλλάβει την ομορφιά και το μυστήριο της ιαπωνίας μέσα από αυτό το συνονθύλευμα λαϊκών παραμυθιών που η καρδιά τους πάλλεται. Επίσης, μέσα από μια σειρά προσωπικών παρατηρήσεων που αφορούν στα έντομα, ο ελληνοϊρλανδός συγγραφέας κατόρθωσε να προσφέρει ένα πολυδιάστατο αφηγηματικά σύγγραμμα με το όραμα του αγγλόφωνου συγγραφέα που ρίζωσε στην Ιαπωνία και του Ιάπωνα παραμυθά που γράφει συνειδητά στην αγγλική γλώσσα.

Σε ορισμένες από τις ιστορίες του Καϊντάν είναι καταφανείς εκτός των άλλων οι επιδράσεις των ελληνικών μύθων καθώς και των παραμυθιών του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ορισμένες από τις ιστορίες-παραμύθια προέρχονται από αφηγήσεις φίλων και γνωστών. Ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει στις σελίδες του Καϊντάν σχετική διαφοροποίηση στις θεματικές και στο στυλ γραφής. Αυτές οι διαφορές ενδεχομένως αντανακλούν τα λογοτεχνικά γούστα της εποχής καθώς επίσης και την ανάγκη του Χερν να πειραματιστεί ή ενδεχομένως ακόμη και να εξιτάρει το Αμερικανικό αναγνωστικό κοινό.

Ο Χερν, σε κάθε περίπτωση πάντως, υπήρξε συνεπής στις μεταγραφές ─ τα ιαπωνικά του παραμύθια έχουν κοφτό ύφος, στακάτη αφήγηση και λόγο που ρέει ρυθμικά∙ η γραφή του Χερν σε τίποτα δεν προσιδιάζει στα δυτικά παραμύθια του 19ου αιώνα στην Ευρώπη. Εντούτοις, σε ορισμένες ιστορίες που απαρτίζουν το Καϊντάν έχει επινοήσει στοιχειά που μοιάζουν στο τζίνι από τις Χίλιες και μία νύχτες ή στα τέρατα των ελληνικών μύθων, όμως ουδέποτε προέβη σε κοινοτοπίες ή λογοτεχνικές συμβάσεις προκειμένου να τέρψει το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό ─ αντίθετα, μετέφραζε και έθετε εμβόλιμα παραδοσιακά χαϊκού, όπου ήταν εφικτό, προκειμένου να προσδώσει ζωντάνια, αρτιότητα, και λογοτεχνικό κάλλος στις ιαπωνικές ιστορίες του. Χαρακτηριστικό είναι τα χαϊκού για το ηλιοτρόπιο:

Όπως το ηλιοτρόπιο στρέφεται στον θεό

     σαν ο θεός του δύει,

     έτσι στρέφεται σε αυτόν και όταν ανατείλει.

Ή τα χαϊκού για την πεταλούδα:

Πεταλούδα της

χλόης: κι όταν κοιμάται

κάτι την τρέμει.

Ποτέ δεν είδα

πεταλούδα να γερνάει ―

άνθη της νιότης.

«Δεκαεφτά συλλαβές και μένεις στην αθανασία», γράφει ο Χερν.

Μια επιφανειακή ανάγνωση των ιαπωνικών παραμυθιών που συνθέτουν το Καϊντάν, θα έβαζε κάποιον στον πειρασμό να τις αποκαλέσει «ιστορίες φαντασμάτων» ή «ιστορίες του φανταστικού». Πολλές συλλογές με το έργο του Χερν κάνουν ακριβώς αυτό, χαρακτηρίζουν τις ιαπωνικές του ιστορίες, ιστορίες του φανταστικού ή αλλόκοτες ιστορίες. Όμως, ο όρος παράξενες ─και όχι φανταστικές ή αλλόκοτες─ περιγράφει επαρκώς τη λογοτεχνική αισθητική του Χερν. Και αυτό, διότι η λογοτεχνία του παράξενου είναι μια αισθητική που προέκυψε από την επαφή μεταξύ διάφορων κόσμων και σε διαφορετικό πολιτισμικό χρόνο και την οποία σε σημαντικό βαθμό προκάλεσαν (δίχως να στοχεύουν σε αυτό) ο ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός από τη δεκαετία του 1850 έως τη δεκαετία του 1930.

Η σπουδή του παράξενου διαφοροποιείται από τη γοτθική περιπέτεια που συχνά συνδέεται με τα όρια της βρετανικής αυτοκρατορίας, διότι το παράξενο μπορεί να εισβάλει οπουδήποτε και να ενυπάρχει σε οτιδήποτε. Εξάλλου, ο όρος παράξενο [weird], ο οποίος απαντάται γύρω στο 1850, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη λογοτεχνία του υπερφυσικού.

Ο Λάβκραφτ επισημαίνει ότι το παράξενο προκαλεί «τρόμο που πηγάζει από την επαφή με άγνωστες σφαίρες και δυνάμεις»∙ τρόμο που προκύπτει από την υπέρβαση των ορίων του γνωστού σε εμάς σύμπαντος. Στο Καϊντάν η μετά θάνατον ζωή ήταν τόσο πολύμορφη και πολυτάραχη όσο και η ίδια η ζωή. Ακόμη, η παρατήρησή της από αυτήν την όχθη που βαδίζουμε την καθιστά ασφαλώς συναρπαστική. Στην περίπτωση του Χερν η ζωή και ο θάνατος αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιας και αυτές τις δύο εκφάνσεις πετάει από τα χέρια του ως όψεις ενός νομίσματος. Και εκείνος, ως μάγος, μέσω του μύθου μεταφέρεται και μας μεταφέρει από τη μια πραγματικότητα στην άλλη, καθιστώντας τον φασματικό κόσμο, ζωή. Με αυτό ως δεδομένο, με το γεγονός δηλαδή ότι προσφέρει στον αναγνώστη τόσο πειστικά τον ονειρικό κόσμο μέσα από αναμνήσεις, όνειρα, και τις ερμηνείες του γι’ αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χερν καθίσταται προ-υπερρεαλιστής.

Είναι παράξενο που ο Χερν έμεινε εκτός του υπερρεαλιστικού κανόνα ο οποίος περιλαμβάνει τον Αντρέ Μπρετόν, και λογοτέχνες που έχουν στενή θεματική συνάφεια με τον Χερν, όπως ο Λιούις Κάρολ και ο Ρεμπώ. Ωστόσο, η αφάνεια που σκιάζει την καθημερινή μας ζωή, συχνά σκιάζει και τη λογοτεχνική. Πάντως, ασχέτως κανόνα και διαχωρισμού, ο Χερν υπήρξε στα αλήθεια σκοτεινός με τον πιο φανταστικό τρόπο. Ως φάντασμα του πουθενά, ο Χερν εισήλθε και απορροφήθηκε από τον φασματικό κόσμο και ως διαμεσολαβητής έδωσε υπόσταση και λόγο στον μύθο. Και αυτό είναι το Καϊντάν, μια αισθητική κουρτίνα που ο Χερν τραβά για χάρη του αναγνώστη προκειμένου να τον μεταφέρει σε παράξενους κόσμους.

Πληροφορίες:Το Καϊντάν: Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων του Λευκάδιου Χερν, σε μετάφραση της Λαμπριάνας Οικονόμου, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bibliotheque (2023).


[1] Cott, Jonathan (1990). Wandering Ghost: The Odyssey of Lafcadio Hearn, New York: Knopf.

[2] Lefcadio Hearn Dust (1896), The Atlantic Magazine.

Write first comment

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *