Οι Άγγλοι έπαιρναν τα Χριστούγεννα μαζί τους όπου κι αν πήγαιναν[1]. Πράγματι, οι Άγγλοι κουβαλούσαν τις παραδόσεις τους σε όποιο μέρος του κόσμου και αν βρίσκονταν, και έτσι η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα έχει ταξιδέψει από την Αδελαΐδα έως τη Ζανζιβάρη.
Η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα ή πουτίγκα δαμάσκηνο δεν είναι απλώς μία συνταγή: είναι τεκμήριο του τρόπου με τον οποίο η κρατική εξουσία εισδύει στη ζωή του ατόμου και αναδιαμορφώνει την εθνική και κοινωνική του ταυτότητα. Όσον αφορά την ταυτότητα, οι διατροφικές συνήθειες αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε τον εαυτό, τόσο σε πολιτισμικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, η παρασκευή και κατανάλωση τροφίμων συχνά συνδέεται με την ταυτότητα και τη θέση του ατόμου στην κοινωνική ιεραρχία. Το ταξίδι της πουτίγκας μέσα στους αιώνες αποκαλύπτει πώς διαμορφώνεται ιστορικά η εθνική συνείδηση και συνακόλουθα η κοινωνική θέση και ταυτότητα.
Ως προς στην παρασκευή της, η συνταγή της χριστουγεννιάτικης πουτίγκας αποτελεί εξέλιξη του τρόπου παρασκευής των μεσαιωνικών αγγλικών λουκάνικων, όπου ζωϊκό λίπος, ξερά φρούτα και μπαχαρικά αναμειγνύονταν με διαφόρων ειδών κρέατα και λαχανικά∙ το μείγμα συσκευαζόταν σε εντόσθια ζώων, ώστε να διατηρηθεί για όσο το δυνατόν περισσότερο. Διάφορες απόψεις υπάρχουν αναφορικά με το πότε πρωτοεμφανίστηκε στο τραπέζι η πουτίγκα δαμάσκηνο. Ορισμένοι ιστορικοί και γαστρονόμοι [βλ. Quinzio J. (2012)] υποστηρίζουν ότι οι πρώτες αναφορές στην πουτίγκα δαμάσκηνο χρονολογούνται γύρω στις αρχές του 15ου αιώνα, με τον χυλό δαμάσκηνο, μια αλμυρή παρασκευή η οποία περιείχε κρέας και λαχανικά και, σε αντίθεση με τη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα, σερβιριζόταν στην αρχή ενός γεύματος και όχι ως επιδόρπιο. Άλλοι υποστηρίζουν πως η συνταγή της πουτίγκας δαμάσκηνο χρονολογείται από το 1392 [βλ. Humble N. (2005)]. Έχει διασωθεί εκτέλεση συνταγής για δαμασκηνόπιτα τα συστατικά της οποίας περιλάμβαναν, εκτός των άλλων, αποξηραμένα φρούτα[2] και τριμμένο αμύγδαλο. Πιθανόν ευσταθούν και οι δύο απόψεις, με τον χυλό δαμάσκηνο και τη δαμασκηνόπιτα να αποτελούν ξεχωριστά πιάτα. Πάντως, μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα που τα αποξηραμένα φρούτα κυκλοφορούσαν σε αφθονία στην Αγγλία και με δεδομένο ότι το κρέας ήταν ιδιαίτερα ακριβό, η πουτίγκα δαμάσκηνο από αλμυρή έγινε γλυκιά.
Γύρω στα μέσα του 1600, η πουτίγκα δαμάσκηνο ήδη αποτελούσε γιορτινή παρασκευή του δωδεκαήμερου, ώσπου ο Όλιβερ Κρόμγουελ[3] που πήρε την εξουσία το 1647 την απαγόρευσε. Για τον Κρόμγουελ και τους πουριτανούς, τέτοιου είδους γλυκίσματα παρέπεμπαν σε παγανισμό, χαλάρωση των ηθών και ειδωλολατρία. Το 1660 οι πουριτανοί καθαιρέθηκαν και έτσι η Χριστουγεννιάτικη πουτίγκα επανήλθε στις συνήθειες των Βρετανών. Η κρατική εξουσία ουσιαστικά απέρριψε και επέβαλλε ξανά ως παράδοση την πουτίγκα δαμάσκηνο. Η παράδοση ως μεταβίβαση αποτελεί αυτοτελές κομμάτι του βίου, διαχωρισμένο σε σημαντικό βαθμό από την κρατική εξουσία. Όμως, η απαγόρευση και η μετέπειτα καθιέρωση της πουτίγκας δαμάσκηνο ως το απόλυτο σύμβολο των Χριστουγέννων στη Μεγάλη Βρετανία αναιρεί τον ισχυρισμό.
Είναι γεγονός ότι η πουτίγκα δαμάσκηνο όπως και πολλές άλλες αγγλικές παραδόσεις (για παράδειγμα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα δώρα και οι Χριστουγεννιάτικες ευχετήριες κάρτες) έφτασαν στο απόγειό τους κατά τη βικτωριανή εποχή και διατηρούνται έως τις μέρες μας. Μετά τον γάμο της βασίλισσας Βικτώριας και του πρίγκιπα Αλβέρτου, η βασιλική οικογένεια γιόρτασε τα Χριστούγεννα πανηγυρικά∙ σύσσωμο το έθνος ακολούθησε το βασιλικό παράδειγμα. Οι Άγγλοι της βικτωριανής εποχής, μολονότι συντηρητικοί (αποδοκίμαζαν εντόνως την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ), πίστευαν ότι τα Χριστούγεννα επιτρέπεται να το γλεντάμε. Για αυτό, η πέμπτη Κυριακή πριν τα Χριστούγεννα καθιερώθηκε στην Αγγλικανική εκκλησία ως Μέρα του ανακατέματος της πουτίγκας (Stirr Up Sunday). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ασκούντες την εξουσία καθιέρωσαν την παρασκευή πουτίγκας δαμάσκηνο ως συνήθεια που οφείλει να ακολουθεί κάθε μέλος της κοινότητας ─ εάν το μέλος αυτό επιθυμεί μερίδιο στην ευπρέπεια. Η ιστορία της πουτίγκας δαμάσκηνο αποκαλύπτει έναν πολύπλοκο μηχανισμό κυριαρχίας ο οποίος είναι αδιόρατος και εδράζεται στην συνύφανση της ατομικής ταυτότητας με τη συλλογική πεποίθηση περί ορθού και ωφέλιμου.
Πουτίγκα δαμάσκηνο: φορέας κρατικής εκπροσώπησης και επιβολής
Η πουτίγκα δαμάσκηνο έχει συνδεθεί με την πολιτική ιστορία της Αγγλίας και αποτελεί ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα του πώς η κρατική εξουσία αναδιαμορφώνει τον δημόσιο λόγο και συνακόλουθα την ιδιωτική ζωή μέσα από την καλλιέργεια κανονιστικών προσδοκιών. Κατά τους βικτωριανούς χρόνους, προκειμένου να διαδοθεί η πουτίγκα και να ακολουθήσουν τη νέα παράδοση όλα τα στρώματα της αυτοκρατορίας, Άγγλοι με ισχυρό δημόσιο λόγο (πολιτικοί ηγέτες και μυθιστοριογράφοι) εργάστηκαν σκληρά με στόχο να μυήσουν τις αγγλικές οικογένειες στα νέα ήθη των Χριστουγέννων. Ο ίδιος ο Τσαρλς Ντίκενς έβαλε το χέρι του προκειμένου τα Χριστούγεννα να ταυτιστούν με την πουτίγκα: «Σύντομα κατέφθασε η κ. Κράτσιτ ─ αναψοκοκκινισμένη, αλλά περήφανη και χαμογελαστή με την πουτίγκα, που έμοιαζε μπάλα κανονιού, τόσο στέρεη, να φλέγεται από το μπράντι, και στολισμένη με ιξό στην κορφή. Α, υπέροχη πουτίγκα!», έτσι περιέγραψε το γιορτινό αυτό πιάτο ο Τσαρλς Ντίκενς στη διάσημη Χριστουγεννιάτικη ιστορία του. Προς αρωγή μάλιστα των φτωχότερων στρωμάτων, δημιουργήθηκαν χριστουγεννιάτικες λέσχες αποταμίευσης που βοηθούσαν τις νοικοκυρές να βάζουν χρήματα στην άκρη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ώστε, όταν πλησιάζει η εποχή, να διαθέτουν το απαραίτητο ποσό ώστε να αγοράσουν υλικά για τη χριστουγεννιάτικη πουτίγκα. Είναι πρόδηλο ότι η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα αντικατόπτριζε το ιδεώδες modus vivendi του Βρετανού. Επίσης η σημασία που είχε αποκτήσει το εν λόγω πιάτο αποκαλύπτει το πώς ένα παραγόμενο προϊόν εξουσίας καθιερώνεται ως πολιτική πρακτική εισδύοντας (αόρατα) στον ιδιωτικό βίο εν είδει εθίμου και γλεντιού.
Ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία της χριστουγεννιάτικης πουτίγκας είναι ότι ακόμη και σήμερα συνδέεται άρρηκτα με τη Βρετανία και τη βρετανικότητα. Μολονότι αρκετά εθνικά πιάτα έχουν συμπεριληφθεί στο διατροφολόγιο άλλων χωρών ανά την υφήλιο, η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα δεν αποτέλεσε γιορτινό πιάτο σε κάποια κουλτούρα εκτός των ορίων της Αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, αρνήθηκαν να προσθέσουν στο μείγμα ξύγγι[4]. Το 1825, o Πέριγκορ έκρινε ότι η πουτίγκα ήταν ένα αγγλικό παράξενο ─ακατάλληλο για την υγεία─ παρασκεύασμα∙ πρότεινε μάλιστα να το φάνε εκείνοι των οποίων οι σιδερένιοι ουρανίσκοι έχουν συνηθίσει σε τέτοια εδέσματα[5]. Η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα είναι συνυφασμένη με την αγγλική υπερηφάνεια: κονσέρβες χριστουγεννιάτικης πουτίγκας στάλθηκαν στα βρετανικά στρατεύματα που υπηρετούσαν στη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς[6] για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα του 1901. Ακόμη, τον Δεκέμβριο του 1918, πουτίγκα δαμάσκηνο σερβιρίστηκε στο δείπνο ανακωχής στη Γουαδελούπη, μαζί με τη γαλλικά ορεκτικά και ιταλικά μακαρόνια (Jennings 1998).
Κατά τον μεσοπόλεμο, η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα επιστρατεύτηκε με στόχο να αναδιαμορφωθεί η δημόσια αντίληψη περί οικονομίας, πατριωτισμού και αρετής. Χάρις στην πουτίγκα ασκήθηκαν νέες πολιτικές προστατευτισμού και προπαγάνδα με σκοπό την κατανάλωση προϊόντων της αυτοκρατορίας. Το 1925 οι Αυστραλοί φρουτοπαραγωγοί παρέλασαν με μια τεράστια χριστουγεννιάτικη πουτίγκα στους δρόμους του Λονδίνου. Η πουτίγκα είχε σχήμα σφαίρας κανονιού και η κορυφή της ήταν διακοσμημένη με την αυστραλιανή σημαία και τη σημαία της Ένωσης, ενώ στο πίσω μέρος αναγραφόταν «Φτιάξτε την πουτίγκα σας με υλικά της Αυτοκρατορίας». Η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα έγινε Πουτίγκα της Αυτοκρατορίας. Το Συμβούλιο Μάρκετινγκ της Αυτοκρατορίας (Empire Marketing Board) φρόντισε να προωθήσει την όλη ιδέα: αφίσες απεικόνιζαν τη Βρετανία να κρατά μία φλεγόμενη πουτίγκα δαμάσκηνο, με τη σημαία της Ένωσης και από κάτω τη συνταγή για την παρασκευή της.
Τόσο σε περίοδο ειρήνης όσο και σε περίοδο κρίσης η κρατική εξουσία εκδίδει οδηγίες για το πώς οφείλει να φέρεται ο βρετανός ως καταναλωτής, ως μύστης παραδόσεων και ως πατριώτης. Το κράτος προπαγανδίζει με εορτασμούς και οπτικά μέσα ποια είναι η ενδεδειγμένη δημόσια συμπεριφορά του ατόμου∙ επομένως, κατ’ ουσία, το κράτος ασκεί έλεγχο στο πώς αυτός που ζει εντός της επικράτειάς του αντιλαμβάνεται τον βίο στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα αποδίδοντας σε ένα έθιμο ισχύ θεσμού. Το ακόλουθο είναι ακόμη ένα παράδειγμα που μαρτυρά πώς αποκρυσταλλώνεται θεσμικά η εθνική ταυτότητα των ανθρώπων που ζουν και κινούνται εντός των ορίων της Αυτοκρατορίας μέσω της χριστουγεννιάτικης πουτίγκας.
Το 1926 ο Ρέτζιναλντ Μπράμπαζον[7], γύρισε μία προπαγανδιστική ταινία που αφορούσε την παρασκευή της πουτίγκας της Αυτοκρατορίας: άνθρωποι από όλη την Αυτοκρατορία έφερναν ένα καλάθι με ένα συστατικό που επρόκειτο να ανακατευτεί στο μείγμα. Ο Μπράμπαζον με την ταινία αυτή συνέδεσε την οικογενειακή παράδοση με την πολιτική και οικονομική ζωή ώστε να διαδοθεί το μήνυμα πως η Αυτοκρατορία είναι μια μεγάλη οικογένεια, ενωμένη ως γροθιά, ανάγοντας την πουτίγκα σε έμβλημα του έθνους. Υπάρχει ασφαλώς και η άδολη πλευρά της ιστορίας: κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις ελλείψεις σε τρόφιμα οι σύζυγοι και οι μητέρες των στρατιωτών που πολεμούσαν στο εσωτερικό της χώρας, πάσχιζαν να βρουν υλικά ώστε να φτιάξουν μια χριστουγεννιάτικη πουτίγκα για να αναπτερωθεί το ηθικό των μαχόμενων αγαπημένων τους [Hagerty (2015), O’Connor (2009)]. Η δημοσίευση συνταγών χριστουγεννιάτικης πουτίγκας σε εφημερίδες και περιοδικά κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, καταδεικνύει το γεγονός ότι η πουτίγκα εκπροσώπησε τον φορέα της εξουσίας και ότι ανατροφοδότησε τις πολιτικές προστατευτισμού και τις πρακτικές επιτήρησης που επέβαλλε η εξουσία.
Βιβλιογραφία
Hagerty, E. (2015). The Night the Angels Sang: Christmas 1914 at Home and on the Front, Saber & Scroll 4 (1): 7-27
Humble, N. 2005. Culinary Pleasures: Cookbooks and the Transformation of British Food. London: Faber.
Jennings, E. T. (1998). Monuments to Frenchness? The Memory of the Great War and the Politics of Guadeloupe’s Identity, 1914-1945. French Historical Studies 21 (4): 561–92 (pp. 568)
O’Connor, K. (2009). The King’s Christmas Pudding: Globalization, Recipes, and the Commodities of Empire, Journal of Global History 4 (1): 127–55.
Quinzio, J. 2012. Pudding: A Global History. London: Reaktion Books.
[1] Inglis, K., S. 1974. The Australian Colonists: An Exploration of Social History, 1788- 1870. Carlton: Melbourne University Press.
[2] Το Johnson’s Dictionary [A Dictionary of the English Language(1755) by S. Johnson], αναφέρει σε λήμμα ότι το δαμάσκηνο αποτελεί γενικό όρο ο οποίος περιλαμβάνει οποιοδήποτε αποξηραμένο φρούτο.
[3] Όλιβερ Κρόμγουελ [Oliver Cromwell, (1599 – 1658)]: Άγγλος στρατιωτικός που ανέλαβε τα ηνία της Μεγάλης Βρετανίας κατά την περίοδο 1653-1658, μετά την εκτέλεση του βασιλιά Καρόλου Α΄ της Αγγλίας και τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο.
[4] Ξύγγι(suet): λίπος που παίρνουν από τα νεφρά του ζώου και αποτελεί κύριο συστατικό για την παρασκευή της πουτίγκας δαμάσκηνο.
[5] Charles Maurice de Talleyrand-Périgord (1754–1838), πρώτος πρίγκιπας του Μπενεβέντο. Το περιστατικό αναφέρει στο άρθρο του ο Ferguson [Ferguson, P. P. (1998). A Cultural Field in the Making: Gastronomy in 19th-Century France, American Journal of Sociology 104 (3): 597–641 (pp. 623)].
[6] Πόλεμος των Μπόερς: ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των ιδρυτών των ανεξάρτητων δημοκρατιών του Ελεύθερου Κράτους της Οράγγης και της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής, στη βορειοανατολική Νότια Αφρική.
[7] Ρέτζιναλντ Μπράμπαζον: [Reginald Brabazon; (1841-1929)] 12ος κόμη του Μιθ (Meath).
Αφήστε μια απάντηση