Μόλις είδα το νέο τεύχος του περιοδικού HUMBA με αφιέρωμα στον Μαραντόνα ήξερα δύο πράγματα: Πρώτον ότι θα το αποκτούσα και δεύτερον ότι θα γίνει κάποια στιγμή συλλεκτικό. Το περιοδικό το έχω πλέον στα χέρια μου, για τη σπανιότητά του θα το μάθω σε μερικά χρόνια.
Μια τρίτη σκέψη που έκανα αλλά δεν θεώρησα ότι έπρεπε να τη βάλω στην πρώτη παράγραφο ήταν ότι ένα αφιέρωμα στον Μαραντόνα θα με κούραζε. Το editorial ωστόσο με καθησύχασε: Οι συντελεστές του περιοδικού δεν ήταν λάτρεις του Ντιέγκο. Ταυτίστηκα αμέσως. Ποτέ δεν λάτρεψα τον Μαραντόνα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να κοροϊδεύει εκείνον τον τύπου κλαψούριζε το 1990. Η αγάπη μου για τον Κλίνσμαν και τον Ματέους δεν με άφηνε να δω καθαρά τα πράγματα.
Εδώ να κάνω μια μικρή παρένθεση. Παρά το γεγονός ότι έβλεπα φανατικά ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν γνώριζα τον Μαραντόνα. Την ύπαρξή του μου γνωστοποίησε η μάνα μου. Μια μέρα έκανα ένα κόλπο με τη μπάλα και αυθόρμητα μου είπε «μα καλά ποιος είσαι; o Μαραντόνα»; Ανίδεος ρώτησα ποιος ήταν αυτός για να πάρω την απάντηση: «Είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου».
Η πληρότητα του αφιερώματος με άφησε έκπληκτο. Ούτε ύμνοι, ούτε σταύρωμα. Ακόμα και την άποψη των Άγγλων (σελ. 42). Σοβαρή δουλειά και συνάντησα τη σωστή προσέγγιση που έχω συναντήσει και σε άλλα τεύχη.
Σε κάθε σελίδα έκανα το απαραίτητο διάλειμμα. Να ανατρέξω στο youtube και να δω φάσεις και γκολ από όσα περιγράφονταν στα κείμενα. Κάποια τα γνώριζα, κάποια άλλα όχι. Δεν είχε σημασία. Δεν έκανε ποτέ κακό σε κανέναν να δεί το ζέσταμα του Ντιέγκο υπό τους ήχους του life is life.
Αγαπημένο μου σημείο, η αναδρομή στα τελευταία ποδοσφαιρικά χρόνια του Ντιέγκο Μαραντόνα (σελ 47-51). Πάντα με γοήτευαν οι τελευταίες παραστάσεις των μεγάλων σταρ. Τότε δηλαδή που -για μένα- σε όλους αυτούς τους θρύλους, κάθε κίνησή τους έχει τη δική τους σημασία. Ένα βλέμμα, μια ντρίμπλα, ένας πανηγυρισμός. Το τελευταίο γκολ. Τι αξία να δεις το τελευταίο γκολ του Μαραντόνα. Φανταζόταν κανείς ότι θα ήταν το τελευταίο; Όλα αυτά φουντώνουν μια συζήτηση με δεκάδες αν.
Πόσα αν σε αυτόν τον παίκτη (έχει και το όνομά του μέσα ένα άλλωστε). Αν δεν του βρίσκαν την απαγορευμένη ουσία το 1994, αν δεν μετρούσε το γκολ με το χέρι στο Μεξικό το 1986. Μα έτσι είναι αυτά.
Αν με ρωτούσε κάποιος μπόμπιρας τι ήταν ο Μαραντόνα και δεν μπορούσα να του δείξω βίντεο, θα του έδινα να διαβάσει το κείμενο του Γιώργου Γαβριλάκη (σελ 35-37). Πιστεύω ότι θα αποκτούσε μια καλή «εικόνα».
Το τεύχος 39 του HUMBA ήταν ένα δώρο στον εαυτό μου. Σε έναν ποδοσφαιρόφιλο, ρομαντικό, που λατρεύει να βρίσκει ήρωες. Είτε σε γειτονιές στο Καματερό είτε στη Βίγια Φιορίτο.
Αφήστε μια απάντηση